- πτητικον
- πτητικόντό1) летательная способность (sc. τῶν ὀρνίθων Arst.)2) Arst. = ὄρνις См. ορνις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτητικόν — πτητικός able to fly masc acc sg πτητικός able to fly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… … Dictionary of Greek